- λιβηρός
- λῐβηρός, ά, όν,A = ὑγρός, Hp. ap. Gal.19.118, EM564.50.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λιβηρός — λιβηρός, ά, όν (Α) υγρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < *λιψ, λιβός «ρεύμα, ρυάκι» + κατάλ. ηρός (πρβλ. ηχ ηρός, μοχθηρός)] … Dictionary of Greek
λιβηρήν — λιβηρός fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιβηρῷ — λιβηρός masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ηρός — το επίθημα ηρός είναι το πιο διαδεδομένο από τα επιθήματα σε ρος τής Αρχαίας. Στον Όμηρο απαντά μικρός αριθμός επιθέτων σε ηρός αλλά στους μεταγενέστερους συγγραφείς ο αριθμός αυτός αυξάνεται σημαντικά. (Ήδη στον Ιπποκράτη απαντούν 20 νέα… … Dictionary of Greek